ἀπορηματικός — expressive of doubt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορηματικός — ή, ό (Α ἀπορηματικός, ή, όν) 1. αυτός που δηλώνει απορία ή αμηχανία 2. γραμμ. «ἀπορηματικὲς προτάσεις» οι ερωτηματικές προτάσεις του ευθέος ή του πλάγιου λόγου, με τις οποίες εκφράζεται απορία ή ζητείται γνώμη για το τι πρέπει να γίνει … Dictionary of Greek
ἀπορηματικά — ἀπορηματικός expressive of doubt neut nom/voc/acc pl ἀπορηματικά̱ , ἀπορηματικός expressive of doubt fem nom/voc/acc dual ἀπορηματικά̱ , ἀπορηματικός expressive of doubt fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορηματικῶν — ἀπορηματικός expressive of doubt fem gen pl ἀπορηματικός expressive of doubt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορηματικόν — ἀπορηματικός expressive of doubt masc acc sg ἀπορηματικός expressive of doubt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορηματικοί — ἀπορηματικός expressive of doubt masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορηματικοῦ — ἀπορηματικός expressive of doubt masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορηματική — ἀπορηματικός expressive of doubt fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορηματικῶς — ἀπορηματικός expressive of doubt adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορηματικῷ — ἀπορηματικός expressive of doubt masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)